τετρανθήρα

τετρανθήρα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες τής τάξης δαφνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη τής Ασίας και τής Ωκεανίας, αλλ. λιτσέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”